πανάγορσις

πανάγορσις
πανάγορσις, ἡ (Α)
(αρκαδ. λ.) πανήγυρη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν-* + συνεσταλμένη βαθμίδα ἀγορ- τού ἀγείρω (βλ. λ. παναγορία) + επίθημα -σις].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • Παναγόρσιος — Παναγόρσιος, ὁ (Α) [πανάγορσις] (αρκαδ. λ.) ονομασία ενός μήνα στην Τεγέα …   Dictionary of Greek

  • τριπανάγορσις — όρσιος, ἡ, Α (αρκαδ. τ.) τριήμερη πανήγυρις. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + πανάγορσις «πανήγυρη»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”